αρχιθεωρος

αρχιθεωρος
    ἀρχιθέωρος
    ἀρχι-θέωρος
    ὅ архитеор, глава священного посольства Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αρχιθεωρος" в других словарях:

  • αρχιθέωρος — ἀρχιθέωρος και δωρ. θέαρος, ο (Α) πλούσιος πολίτης στην Αθήνα, ο οποίος αναλάμβανε με προσωπικές του δαπάνες τη διεξαγωγή των θεωριών, δηλ. των πρεσβειών που στέλνονταν στη Δήλο, στους Πανελλήνιους αγώνες ή σε διάφορους ιερούς τόπους …   Dictionary of Greek

  • ἀρχιθέωρος — chief of a masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχιθεώρων — ἀρχιθέωρος chief of a masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχιθεώρῳ — ἀρχιθέωρος chief of a masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχιθέωρον — ἀρχιθέωρος chief of a masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχιθεωρώ — ἀρχιθεωρῶ ( έω) (Α) [αρχιθέωρος] είμαι αρχιθέωρος …   Dictionary of Greek

  • Delia (festival) — In classical antiquity, Delia (Gr Δήλια) were festivals and games celebrated at the great celebratory gathering, or panegyris in the island of Delos, the centre of an amphictyony to which the Cyclades and the neighboring Ionians on the coasts… …   Wikipedia

  • αρχι- — (AM ἀρχι ). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων (κυρίως διοικητικών όρων) της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, καθώς επίσης και ξένων, ελληνογενούς ή μη προελεύσεως, τύπων. Το αρχι , το οποίο λίγο μετά την Ομηρική εποχή άρχισε να αντικαθιστά το… …   Dictionary of Greek

  • αρχιθεωρία — ἀρχιθεωρία, η (Α) [αρχιθέωρος] το αξίωμα του αρχιθεώρου …   Dictionary of Greek

  • θεωρία — (Ιστορ.). Αντιπροσωπείες που έστελναν οι αρχαίες ελληνικές πόλεις στις πανελλήνιες γιορτές. Σπουδαιότερη θ. των Αθηναίων ήταν εκείνη που παρίστατο στη γιορτή του Δηλίου Απόλλωνα. Επικεφαλής της ήταν ο αρχιθέωρος, που αναλάμβανε όλα τα έξοδα. Τα… …   Dictionary of Greek

  • θεωρός — Το μέλος της επίσημης αποστολής αντιπροσώπων μιας αρχαίας ελληνικής πόλης σε μεγάλες γιορτές, μαντείες και ιερούς αγώνες. Βλ. λ. θεωρία. * * * ο (ΑΜ θεωρός και δωρ. τ. θεαρός και θεσσ. τ. θεουρός και θευρός) 1. θεατής, παρατηρητής 2.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»